Σιμοκάττης, θεοφύλακτος — Βυζαντινός συγγραφέας (7ος αι.) από την Αίγυπτο. Διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη ανώτατος κρατικός υπάλληλος στα χρόνια της βασιλείας του Ηράκλειου. Έγραψε Περί διαφόρων φυσικών aπορημάτων και επιλύσεων αυτών, ένα είδος συλλογής παράδοξων… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Άκβας — Φρούριο της βυζαντινής εποχής, στη Μεσοποταμία, χτισμένο στις όχθες του ποταμού Νυμφίου, παραποτάμου του Τίγρη. Αναφέρεται και ως Ακβάς. Ήταν απόρθητο οχυρό, γιατί είχε χτιστεί επάνω σε απότομους βράχους και η μοναδική δίοδος προς το φρούριο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek